κροκίς

κροκίς
κροκίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κροκίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κροκίς — fly trap fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίδα — κροκίς fly trap fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίδας — κροκίς fly trap fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίδι — κροκίς fly trap fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίδος — κροκίς fly trap fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίδα — η (Α κροκίς, ίδος) κροκύδα* αρχ. μυγοχάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. ίς (πρβλ. σκελ ίς, φιαλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • συγκρουστός — ή, όν, Α [συγκρούω / ομαι] (κυρίως το ουδ. πληθ.) συγκρουστά (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάτια, ὧν ἡ κροκὶς ἀνατέτριπται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”